- μετατροπά
- μετατροπά̱ , μετατροπήretributionfem nom/voc/acc dualμετατροπά̱ , μετατροπήretributionfem nom/voc sg (doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
μετάτροπα — μετάτροπος turning about neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μετατροπάν — μετατροπά̱ν , μετατροπή retribution fem acc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μετατροπάς — μετατροπά̱ς , μετατροπή retribution fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μετάτροπος — μετάτροπος, ον (Α) [μετατρέπω] 1. αυτός που στρέφεται προς τα πίσω, αυτός που επιστρέφει («μετάτροποι πνέουσιν αὖραι», Ευρ.) 2. αυτός που στρέφεται προς κάτι ή γύρω από κάτι (α. «δαίμων μετάτροπος ἐπ ἐμοί», Αισχύλ. β. «ἔργα μετάτροπα» πράξεις που … Dictionary of Greek